γλωττοειδης

γλωττοειδης
    γλωττοειδής
    γλωττο-ειδής
    2
    имеющий форму языка Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "γλωττοειδης" в других словарях:

  • γλωττοειδής — ές (AM) βλ. γλωσσοειδής …   Dictionary of Greek

  • γλωττοειδῆ — γλωττοειδής tongue shaped neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) γλωττοειδής tongue shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) γλωττοειδής tongue shaped masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλωττοειδές — γλωττοειδής tongue shaped masc/fem voc sg γλωττοειδής tongue shaped neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλωσσοειδής — ές (AM γλωσσοειδής και γλωττοειδής, ές) αυτός που έχει σχήμα γλώσσας …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»